- σταθεροποίηση
- Όρος της οικονομολογίας που χαρακτηρίζει τα μέτρα νομισματικής, πιστωτικής και δημοσιονομικής πολιτικής που παίρνει ένα κράτος για να προλάβει ή να αναχαιτείσει το φαινόμενο του πληθωρισμού.
Η διακύμανση του επιπέδου των τιμών, έστω και περιορισμένης έκτασης, προκαλεί σειρά αλυσωτών φαινομένων που επηρεάζουν προοδευτικά το εισόδημα, την παραγωγή, την απασχόληση και γενικά την οικονομική σταθερότητα της χώρας. Ο αντιπληθωρισμός περιορίζει ης προοπτικές κέρδους των επιχειρηματιών, που αναγκάζονται με τη σειρά τους να περιορίσουν τη ζήτηση αγαθών για επενδύσεις, προκαλώντας έτσι περιορισμό στην παραγωγή των αγαθών, γεγονός που έχει αντίκτυπο στον τομέα της εργατικής απασχόλησης. Οι εργάτες που έμειναν για το λόγο αυτό άνεργοι περιορίζουν τότε τις αγορές τους ή βρίσκονται σε αδυναμία να ξοφλήσουν τα χρέη που έχουν και επιδεινώνουν έτσι την κρίση του παραγωγικού συστήματος. Αντίθετα, όταν παρατηρείται ύψωση των τιμών, ιδιαίτερα αν υπάρχει κατάσταση πλήρους απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ζητούν μισθολογικές αυξήσεις, οι καταναλωτές πολλαπλασιάζουν τη ζήτησή τους και όλα αυτά ασκούν μιαν ασυγκράτητη πίεση πάνω στους διαθέσιμους πόρους που οδηγεί το σύστημα στον πληθωρισμό.
Το κράτος για να πετύχει τη σταθεροποίηση προστρέχει συχνά σε φορολογίες ή σε ριζικής δομής παρεμβατικά μέτρα, συχνά αντιδημοτικά, αλλά σχεδόν πάντοτε αναγκαία, για να αποτραπεί η κατάρρευση του όλου οικονομικού συστήματος.
* * *η, Ν [σταθεροποιώ]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σταθεροποιώ, η επίτευξη ή η αποκατάσταση σταθερότητας, παγίωση, εμπέδωση, εδραίωση2. (οικον.) η διατήρηση οικονομικών μεγεθών σε ορισμένο επιθυμητό επίπεδο, η αποκατάσταση οικονομικής ισορροπίας με τη λήψη ανάλογων μέτρων νομισματικής, πιστωτικής και δημοσιονομικής πολιτικής («η σταθεροποίηση τής εθνικής οικονομίας δεν επιτεύχθηκε ακόμη»)3. (ραδιοηλ.) διατήρηση σε ελεγχόμενη σταθερή τιμή ενός φυσικού μεγέθους σε συσκευή ή σε κύκλωμα4. (πυρην. τεχνολ.) η απομάκρυνση τών ασταθών προσμίξεων που περιέχει μια ακάθαρτη εκρηκτική ύλη και η προσθήκη ενός σταθεροποιητή5. (φαρμ.) κατεργασία η οποία αποβλέπει στην καταστροφή τών διαλυτών ενζύμων τών νωπών φυτών ώστε να ανασταλεί η δράση τους κατά τη διάρκεια τής αποξήρανσης6. χημ. ειδική κατεργασία μιας χημικής ένωσης η οποία αποβλέπει στον περιορισμό τής πιθανότητας διάσπασης της με την ενίσχυση τής σταθερότητάς της7. (χημ.-μεταλργ.) μεταλλουργική κατεργασία, κυρίως θερμική, που εφαρμόζεται προκειμένου να αποτραπεί η ανάπτυξη από ένα μέταλλο μιας δομής η οποία να τό καθιστά εύθραυστο ή ευαίσθητο στη διάβρωση8. (χημ.-τεχνολ.) (στην πετροχημεία) ο διαχωρισμός τού βουτανίου και άλλων εξαιρετικά ελαφρών συστατικών μιας βενζίνης με την μέθοδο τής κλασματικής απόσταξης9. φρ. α) «σταθεροποίηση τού νομίσματος»(οικον.) η διατήρηση σταθερής τής αξίας τής νομισματικής μονάδας μιας χώρας, τόσο τής εσωτερικής, δηλαδή τής σχέσης τιμών και εισοδημάτων, όσο και τής εξωτερικής, δηλαδή έναντι τών ξένων νομισμάτωνβ) «σταθεροποίηση μετώπου»στρ. η κατάσταση, κατά την οποία η αμυντική στάση σε επαφή με τον εχθρό παρατείνεται για ορισμένη χρονική περίοδο σε ολόκληρο το θέατρο τών επιχειρήσεων ή σε ένα τμήμα του.
Dictionary of Greek. 2013.